- μυθώδους
- μῡθώδους , μυθώδηςlegendarymasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вълшьствьныи — (6*) пр. к вълшьство: Менандръ… паче оного [бога] бещьствоваше. себе гл˫а спса… и тѣхъ миротворьца. анг҃лъ большю быти. не пьрвѣѥ прѣданааго ради имъ. вълшьствьнааго искѹшени˫а приведенааго. и поданааго крьщени˫а. симъ съподоблѩющемъсѩ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μυνδάν — μυνδάν, ὁ (Α) είδος μυθώδους λίθου που βρέθηκε στον ποταμό Τιγρητα … Dictionary of Greek
Δέρβος, Γεώργιος — (1845 – 1925). Θεολόγος. Το 1885 διορίστηκε καθηγητής της θεολογίας στη Ριζάρειο Σχολή. Στη συνέχεια έγινε υφηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας και το 1897 τακτικός καθηγητής πατρολογίας και χριστιανικής αρχαιολογίας στη θεολογική σχολή του… … Dictionary of Greek